10 Μαΐου 2015

« Ο γυφτοδάσκαλος» Του Αντώνη Τραυλαντώνη





Απρίλης ήταν. Χαρούμενος ο ήλιος ασήμωνε του Στρυμόνος τα διάπλατα νερά και με ορμή
γονιμοποιούσε την όμορφη, την πλούσια, την ελεύθερη πια γη της Ανατολικής μας
Μακεδονίας. Το ένα κοντά στο άλλο περάσαμε τα χωριά της τα δροσερά κι ευτυχισμένα και
φτάσαμε στο χωριό, όπου έμελλε να περάσουμε τη νύχτα μας. Πηγαίναμε με το πέμπτο
στρατοδικείο εκστρατείας από το Μακές των Σερρών στη Μουσθαίνη του Παγγαίου.
Την ιδιαίτερη συντροφιά μου αποτελούσαν, ο του στρατοδικείου μας, ο βασιλικός
αντεπίτροπος και ο αντεισηγητής, ο μόνος μεταξύ μας νέος, ο Θανάσης Π., συμπολίτης μου
και φίλος μου, εξαιρετικά αγαπημένος.
Καταλύσαμε σ’ ένα απέραντο παλιό τουρκόσπιτο, όπου τώρα κατοικούσε μια
πολυάνθρωπη οικογένεια προσφύγων καλομίλητων και νοικοκυρεμένων.
Την άλλη μέρα περιμένοντας και τα’ άλλο προσωπικό μείναμε στο ίδιο χωριό και θελήσαμε
να το γνωρίσουμε , γυρίζοντας τα στενά και σκιερά του μονοπάτια.
Ήταν άλλοτε χωριό τουρκικό, μα τώρα από τον κατακτητή πεντακοσίων χρόνων άλλο ίχνος
δεν έμεινε παρά δύο τρία τζαμιά .
Στο μεσοχώρι βρήκαμε καθισμένους στο πεζούλι να δροσίζονται από τον ίσκιο το βαθύ ,
ενός πλάτανου και το νεράκι που κελάρυζε σ’ ένα πλατύ και καθαρό αυλάκι , λίγους γέρους
καθαρούς αν και φτωχοντυμένους.
Προσηκώθηκαν, τους είπαμε να καθίσουν, και πιάσαμε κουβέντα.
Ο καθένας από μας είχε κάτι ενδιαφέρον να ρωτήσει. Εγώ ρώτησα που είναι το σχολείο
τους. Μου έδειξαν ένα σπίτι στερεό, με έναν απέραντο κήπο, μας είπαν ότι ήταν άλλοτε
τούρκικο σχολείο.
- Και τι έχετε; Δάσκαλο η δασκάλα; Ρώτησε κάποιος από εμάς.
- Ούτε δάσκαλο, ούτε δασκάλα, είπε ο πιο ομιλητικός από τους γέρους, ίσως ο Πρόεδρος.


ΑΒΡΑΑΜ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

- Γιατί;
- Γιατί δεν μας έστειλε η Κυβέρνηση.
- Άκου τα, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, μου είπε ο πρόεδρος.
- Ίσως, είπα, επειδή είναι όλοι ελληνόφωνοι εδώ, και έχουμε μεγάλη έλλειψη από
δασκάλους, να προτιμήθηκαν τα ξενόφωνα χωριά.
- Μα δεν μου λες πατριώτη, εδώ κοντά κανένα άλλο χωριό δεν έχει δάσκαλο, να στέλνετε
τα παιδιά σας;
Κάπως κρύα μας απάντησε ο γέρος:
- Είναι δάσκαλος εκεί. Και μας έδειξε λίγο πιο πέρα ένα συνοικισμό, που φαινόταν πολύ
μικρός και πολύ φτωχός. Ήταν ένα μεγάλο κονάκι με την αποθήκη του και γύρω από αυτό,
μερικά καλυβόσπιτα.
- Και γιατί λοιπόν δεν στέλνετε εκεί τα παιδιά σας, αφού είναι τόσο κοντά!
Ο γέρος δεν απάντησε.
- Μίλα βρε, του είπε με άγριο τρόπο ο βασιλικός αντεπίτροπος. Γιατί δεν τα στέλνετε εκεί
στο σχολείο;
- Γιατί έτσι.
- Τι θα πει γιατί έτσι;
- Να, γιατί αυτό είναι Γυφτοχώρι. Στο Γυφτοδάσκαλο θα στείλουμε τα παιδιά μας;
Μας γεννήθηκε περιέργεια.
- Πάμε το δειλινό σ’ αυτό το Γυφτοχώρι;
- Πάμε
- Και κοίταξε καλά, είπε ο πρόεδρος, αν είναι κανένας καλός δάσκαλος και δεν τα στέλνετε
τα παιδιά τώρα, που θα περάσει ο στρατηγός, θα σας δέσει όλους.
- Τι καλός καπετάνιο μου; Γυφτοδάσκαλος, τι άλλο να σου πω!
Ήταν ακόμη ζέστη, όταν πήραμε το δρόμο για το Γυφτοχώρι, όπως μας το είχαν ονομάσει.
Στο δρόμο μάθαμε, πως ονομαζόταν Πύργος και το μάθαμε από ένα μεγάλο παιδί, που
πήγαινε εκεί με ένα κουτί κρεμασμένο στο λαιμό του.
- Και εσύ είσαι από τον Πύργο; Τον ρωτήσαμε
- Α! μπα! Μας είπε με κάποια αποστροφή. Εγώ είμαι πρόσφυγας.
- Και τι πας να κάνεις στο Γυφτοχώρι;
- Πάω τώρα που θα σχολάσουν τα γυφτόπουλα να τους πουλήσω σταφίδες.
- Α! γι αυτό πας! Για να μάθεις γράμματα δεν πας! Και πως σε λένε;
- Ευρυβιάδη
- Τίνος είσαι;
- Εκείνου του Χαρίση πόχει το μαγαζί στο σχολειό, που περάσατε και ρωτήσατε για το
δρόμο.
- Καλά στάσου να μας δείξεις το δρόμο για τον Πύργο.
Ο ήλιος έγερνε στη δύση του τα κοπάδια γύριζαν από τις βοσκές, τα σιτάρια ήτανε μεστωμένα και οι βρίζες ήτανε ψηλότερες από το ανάστημά μας. Ευτυχισμένη χώρα, ύστερα από τόσα βάσανα, είχε ακόμα κοπάδια και σιτάρια είχε πλούτο και χαρά.
- Να εκείνο είναι το σχολείο μας είπε ο Ευρυβιάδης.
- Μα τώρα έχουν σχολάσει τα παιδιά, είπε κάποιος από εμάς.
- Αν δεν πέσει ο ήλιος δεν σχολάει ο Γυφτοδάσκαλος, είπε ο Ευρυβιάδης.
Και αλήθεια, ο χαρωπός εκείνος θόρυβος, που χαρακτηρίζει το σχολείο, μας ειδοποίησε από μακριά, ότι ο Γυφτοδάσκαλος εργαζόταν ακόμα.
- «Συναυλία τις με φθάνει, αρμονία γλυκύτατη», είπε ο πρόεδρος που είχε διαβάσει και θυμόταν πολλά ποιήματα των παλαιοτέρων χρόνων.
Το σχολείο ήταν ένα ευρύχωρο και στερεό απλό κτίριο, με κήπο στις τρείς πλευρές. Η πόρτα
ήταν ανοιχτή και μπήκαμε με την ιεραρχική πάντα τάξη.
- Μας επιτρέπεις δάσκαλε; Ρώτησε ο πρόεδρος μπαίνοντας.
- Ορίστε καπεταναίοι μου , είπε ο δάσκαλος, χωρίς να διακόψει το μάθημα του.
Μέσα το σχολείο δεν ήταν πλούσιο αλλά και τίποτα δεν του έλειπε από τα όργανα πρώτης
ανάγκης.
Στα θρανία του, χοντροκομμένα, αλλά άνετα, καθόταν καμιά τριανταριά παιδάκια μικρά και
μεγάλα, αγόρια και κορίτσια, όλο βαθιά μελαχρινά, με κατάμαυρα ζωηρά μάτια και καθαρά
τα χέρια τους, τα πρόσωπά τους, τα φτωχικά φορέματα τους.
Ο δάσκαλος ήταν γερός, αλλά καλοστεκούμενος, με φορέματα εγχώρια, με ένα ζευγάρι
ματογυάλια στην άκρη από τη χοντρή του μύτη και μια χοντρή ξύλινη ρίγα στο χέρι,
στεκόταν πολύ κοντά στα παιδιά και τους έκανε αριθμητική από μνήμης.
 Έδωσε ένα πρόβλημα τόσο σύνθετο, που εγώ αμέσως σχημάτισα την ιδέα, πως από μέθοδο
δεν ένοιωθε πολλά πράγματα. Παρ’ όλα ταύτα λίγα παιδιά από τα μεγαλύτερα , σήκωσαν
τα χέρια τους. ¨Ένα κοριτσάκι, το μεγαλύτερο απ’ όλα, με μάτια που άφηναν αστραπές,
είπε αμέσως την απάντηση με μεγάλη επιτυχία.
- Σιωπή Θεσσαλονίκη, της είπε ο δάσκαλος, γιατί θα σε δείρω.
- Γιατί την καημένη; Ρώτησε ο Θανάσης
- Γιατί δεν αφήνει άλλον να μιλήσει.
Η Θεσσαλονίκη έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της επάνω στο θρανίο και έκλαιγε, ωστόσο
με το ένα της ματάκι κοίταζε γελαστά το Θανάση με ευγνωμοσύνη.
Το ένα πρόβλημα ακολούθησε άλλο και τα παιδιά απαντούσαν, αν όχι πάντα με ορθότητα,
αλλά πάντα με σκέψη και με ζωηρότητα πνεύματος.
Νόμιζα, πως θα είχε κάποια ειδικότητα στη λογιστική ο δάσκαλος η κάποια ιδιοφυία τα
παιδιά, και ζήτησα να διαβάσουν, ύστερα να πουν Ιστορία, Γεωγραφία, Θρησκευτικά, να
μας δείξουν τη γραφή τους. Έπιασα κουβέντα με τα μικρά, ρώτησα για το χωριό τους, για
την πατρίδα τους. Έκαμα δηλαδή μια επιθεώρηση αρκετά επαγγελματική και το
συμπέρασμα ήταν, όσο που άρχισαν να υγραίνουν τα μάτια όλων μας, και ο καθένας
προσπαθούσε να κρύψει από τον άλλον την συγκίνησή του.
Ο Δάσκαλος μ’ άφηνε ελεύθερο. Ακολουθούσε μόνο με τα μάτια ζωηρεμένα τώρα, σαν
μάτια νεανικά, πότε τα παιδιά και πότε εμένα. Τα ρώτησε:
- Εκτός από την ελληνική, ξέρετε άλλη γλώσσα;
- «Μαρό» είπε η Θεσσαλονίκη
- Σιωπή! Είπε με οργή ο δάσκαλος και η ρίγα του μ’ ένα ξερό κρότο στο θρανίο,
συμπλήρωσε την παιδαγωγική του Γυφτοδασκάλου.
- Ξέρουν και τραγούδια δάσκαλε;
- Πως δεν ξέρουν; Θέλετε τροπάρια εκκλησιαστικά;
- Τον ύμνο στην ελευθερία τον ξέρουν;
- Τι θα πει αυτό; Τον ύμνο δεν θα ξέρουν; Τον ήξεραν και τον τραγουδούσαν οι μανάδες
τους τον καιρό της σκλαβιάς και δεν θα τον ξέρουν αυτά;
Τα παιδάκια σηκώθηκαν, διόρθωσαν τα φτωχικά τους φορέματα, ο δάσκαλος έβγαλε μια σκούφια που φορούσε στο φαλακρό κεφάλι του, βγάλαμε και μεις τα πηλίκια και σταθήκαμε σε προσοχή. Ο δάσκαλος χτύπησε τη ρίγα στο θρανίο και τα γυφτόπουλα είπανε τον ύμνο, είπαν πολλές στροφές, έλεγαν όλα τα λόγια σωστά και η μουσική τους δεν ήταν πολύ παρά-τονη, μόνο που ο δάσκαλος χτυπούσε πολύ συχνά το θρανίο με τη ρίγα και κουνούσε τόσο ζωηρά τα χέρια και τα πόδια του, ώστε του λύθηκε μια καλτσοδέτα, αλλά δεν έσκυψε να τη δέσει. Είχε ιδρώσει κι εμείς δεν κοιτάζαμε να κρύψωμε ο ένας από τον άλλον τα μάτια μας τα δακρυσμένα.
Η Θεσσαλονίκη με μια δυνατή και γλυκιά φωνή. αρκετά αρμονική, πρωτοστατούσε και με το στόμα της και με τα μάτια της.  
Ο δάσκαλος τη χάιδεψε, όταν τελείωσε, και της είπε:
- Για τελευταία φορά σου συγχωρήσω το μεγάλο έγκλημα που έκανες σήμερα Θεσσαλονίκη.
- Αν το ξανακάμω, δάσκαλε, να με σκοτώσεις.
- Δεν έχω ανάγκη, φτάνει να το πω της Μαρίας.
- Η Μαρία, που τη φοβέρισες, ποια είναι; Ρωτήσαμε.
- Η μάνα της. Έτσι ήταν και εκείνη ζωηρή, μα τώρα έγινε η καλύτερη νοικοκυρά.
- Είχες μαθήτρια και τη μητέρα της Θεσσαλονίκης;
- Και τη μητέρα της μητέρας της. Έχω σαράντα χρόνια δάσκαλος σ’ αυτό το χωριό. Να, σε
τρεις μήνες κλείνω σαράντα χρόνια εδώ, που βλέπετε.
 - Και ποιος σε πληρώνει;
- Οι χωρικοί, ποιος θα με πλήρωνε; Ο αγάς που είχαμε, που μας έβγανε από τη λειτουργία
με το βούρδουλα για να μας στείλει να θερίσομε την Κυριακή; Οι χωρικοί, οι καημένοι μου
έδιναν μια λίρα το μήνα, το ψωμί μου και ότι άλλο είχαν κι’ αυτοί. Φτωχόκοσμος, βλέπεις,
το χωριό ήταν τσιφλίκι, δεν είχαν τα δικά τους χωράφια. Κι έπειτα, δόξα νάχη ο Θεός, που
απόχτησαν χωράφια, ζουν καλλίτερα, μου αύξησαν και μένα το μισθό μου.
- Μα τώρα δε σε πληρώνει η Κυβέρνηση; Ρώτησε ο βασιλικός αντεπίτροπος.
- Όχι, δυστυχώς δεν αναγνωρίστηκα. Να πούμε την αλήθεια, δεν είχα και κανένα προσόν. Δεν  έχω ούτε απολυτήριο σχολαρχείου. Πώς να αναγνωρισθώ;
- Και τα γράμματα πού τα ’μαθες λοιπόν;
- Ποια γράμματα καπετάνιο μου; Τα σπουδαία γράμματα που ξέρω; Ε! σαράντα χρόνια κάνω το δάσκαλο, πήγαινα και καμιά φορά και στην Καβάλα, και προ πάντων στις Σέρρες, όπου είχαμε ένα μεγάλο παιδαγωγό, τον Μαρούλη. Με προστάτευε πολύ και με οδηγούσε. Ε! έτσι κάτι έμαθα, τον ύμνο τον διάβασα σε ένα βιβλίο και τον έμαθα όλον απ΄ έξω. Έπειτα άκουσα να τον ψάλει μια δασκάλα από τας Αθήνας, που είχαν στο Πράβι, τον δίδασκε κρυφά στη Μητρόπολη. Ε! έτσι κάτι πήρα, τώρα καλά κακά η δουλειά έγινε. Αυτό μπορούσα αυτό έκαμα.  
- Ω! και έκαμες τόσα πολλά , φτωχέ μου δάσκαλε! Σχόλασε τώρα τα παιδιά να μην
περιμένουν.
- Α! δεν τα μέλλει, τους αρέσει πολύ να βλέπουν Έλληνες αξιωματικούς και ν’ ακούν τις
κουβέντες τους!
Στην πόρτα στεκόταν ο Ευρυβιάδης με το κουτί και διαλαλούσε τις σταφίδες του. Μα δυο
μόνο παιδάκια είχαν πεντάρες για ν’ αγοράσουν. ……..
Αυτό έφερε μια έμπνευση στον αντεπίτροπο.
- Πόσα θέλεις Ευρυβιάδη για όλο το κουτί;
- Τρεις δραχμές, πάρε το δυόμιση.
Ο αντεπίτροπος πλήρωσε, δώσαμε κάτι και οι άλλοι και πήραμε όλη τη σταφίδα και τη
μοιράσαμε στα παιδιά!
Το τι έγινε, ο καθένας το φαντάζεται! Πόση ευτυχία σκόρπιζε η μαυρομάτα του Μοριά στα
μαυρομάτικα εκείνα γυφτόπουλα! Στο τέλος μας έκαναν διαδήλωση σωστή φωνάζοντας
ζήτω.
- Θέλετε τώρα να δείτε και το χωριό μας ; ρώτησε ο δάσκαλος.
- Ακούς δεν θέλουμε;
- Έχουμε και μια παλιά εκκλησία και ένα αγίασμα και ένα Ευαγγέλιο θαυματουργό. Πάμε να το δείτε, πριν νυχτώσει. Πήγαμε. Στο δρόμο κουβεντιάζοντας μάθαμε πως ο δάσκαλος λεγόταν Γεώργιος Οικονομίδης – σαν τι μπορεί να πει ένα τέτοιο όνομα! – πως ήταν και ψάλτης, παντρεμένος με πέντε παιδιά καθώς και τα δύο από αυτά τα μικρότερα ήτανε στρατιώτες, καθώς και ένα εγγόνι από το μεγαλύτερο κορίτσι του, άλλα στην παλιά Ελλάδα και άλλα στην Ήπειρο.
Μάθαμε ότι το σχολείο, το είχαν χτίσει με τα χέρια τους οι χωρικοί, ότι τα θρανία και τους
πίνακες τα είχε φτιάσει με τα χέρια του ο δάσκαλος, ότι τον τόπο και την πέτρα τα είχε
παραχωρήσει ένας παλιός αγάς, πληρώνοντας έτσι τη θεραπεία της γυναίκας του, που τη
χρωστούσε στο αγίασμα της Αγίας Μαρίνας.
Μπήκαμε στην εκκλησία, μια εκκλησία παλιά, βαθειά σκοτεινή, σωστή δουλείας εκκλησία, και για τούτο πιο επιβλητική, πιο κατανυκτική.
Ο δάσκαλος μας έδειξε το θαυματουργό Ευαγγέλιο. Ήταν ένα Ευαγγέλιο παλιό, που τα
εξώφυλλα του ήταν στολισμένα βαριά με ασήμι και με χρυσάφι. Φιλήσαμε με αληθινή
ευλάβεια το Ευαγγέλιο του Γυφτοχωριού και μπήκαμε από κει στον περίβολο που αποτελούσε όλο σχεδόν το χωριό.
Στη μέση η μεγάλη σιταποθήκη του αγά και γύρω τα καλυβόσπιτα των ραγιάδων. Γυναικούλες και γέροι κάθονταν στις πορτούλες των σπιτιών και έπλεκαν καλάθια. Παιδιά πλήθος φτερούγιζαν στον ελεύθερο χώρο, που ήταν ανάμεσα στη σιταποθήκη και τα καλυβόσπιτα και θορυβούσαν σα σπουργίτια. Σταθήκαμε σε μια πορτούλα και καλησπερίσαμε μια γριά και μια νέα που έπλεκε κάλτσα.
- Εσύ δεν πλέκεις καλάθια;
- Ε! δόξα σοι ο Θεός, έπλεξα κι εγώ πολλά!
- Αυτή, μας είπε ο δάσκαλος, είναι η Μαρία, που ακούσατε, η μάμα της Θεσσαλονίκης.
- Α! να σου ζήσει κυρά Μαρία, είναι τόσο έξυπνο κοριτσάκι και όμορφο είπε κάποιος από μας.
- Κάλλιο να μη μου ζήσει! Είπε η  κυρά Μαρία, και τα κατάμαυρα μάτια της άστραψαν. Αν δε μάθει γνώση καλύτερα να μη μου ζήσει, ή λέτε, πως δεν  τα έμαθα εγώ τα παλιόλογα που είπε στο σχολείο μέσα; Αλλά πού είναι την, πες; Το κατάλαβε και τράβηξε κάτω στο χωράφι στον πατέρα της, μα κάποτε θα ‘ρθει και θα λογαριαστούμε. Και δάγκασε με μανία το δάχτυλό της, η Μαρία.
- Μα τι είπε; Ρωτήσαμε με απορία.
- Αυτό που σας είπε, μας εξήγησε ο δάσκαλος, πως λένε το ψωμί. Εδώ δεν επιτρέπουμε αυτή τη γλώσσα, αλλά καμιά φορά την ακούν τα παιδιά από τους γέρους.
- Ποιους γέρους δάσκαλε; Ρώτησε με θυμό η γριά, η μάνα της Μαρίας. Δεν ξέρεις τι λες και του λόγου σου και να με συμπαθάς, ποιος μιλά σπίτι μας άλλη από τη γλώσσα μας;
- Μα δε σου είπα, χριστιανή μου, στο σπίτι σας, μα να, οι  πολλοί γέροι τη θυμούνται, βλέπεις, ακόμα …
Τη στιγμή εκείνη έγινε τριγύρω μας μια μικρή τρικυμία. Ένα κοριτσάκι όρμησε με φωνές και κρύφτηκε πίσω από το δάσκαλο και μια γυναίκα αγριεμένη το κυνηγούσε.
- Θα σε σκοτώσω με τα παλιόλογα που λες … Γνωρίσαμε αμέσως την κακομοίρα την Θεσσαλονίκη και τη φοβερή τη μάνα της και καταλάβαμε, πως πλήρωνε ακριβά το «μαρό» που μας είχε πει.
Την κρύψαμε λοιπόν, όσο μπορούσαμε, αλλά η Μαρία ήταν ακαταμάχητη.
Και τότε, σαν ξεθύμανε, γέλασε λίγο και γύρισε και έφυγε με βάδισμα θριαμβευτικό. 
Όταν φύγαμε από το Γυφτοχώρι και αποχαιρετήσαμε το Γυφτοδάσκαλο, είχαμε ακόμα το
γέλιο στο στόμα και δάκρυα στα μάτια αλλά σωπαίναμε.
- Εγώ, μου είπε κάποια στιγμή ο Θανάσης , αν ήμουν σαν εσένα, γυρίζοντας στην Αθήνα θα
έκανα μια εγκύκλιο σε όλους τους δασκάλους της Μακεδονίας και θα τους φοβέριζα πως
αν δεν γίνουν όλοι σαν τον Γυφτοδάσκαλο, θα τους παύσω.
- Κι εγώ είπε ο πρόεδρος. Αντί για όλα αυτά, θα έκανα σε όλους τους δασκάλους και σε
όλους τους υπαλλήλους και σε όλους τους Έλληνες μια εγκύκλιο με μια μόνο λέξη, που
περιλαμβάνει κάθε συμβουλή. Κάθε σύστημα και φιλοσοφία.
- Δηλαδή;
- Τη μαγική λέξη, που άφησε για διαθήκη του στην ανθρωπότητα ο Σεπτίμιος Σεβήρος:        «Laboremus». ΑΣ ΕΡΓΑΖΩΜΕΘΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου