Ογδόντα περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού ήταν κάποιος βασιλιάς Έλληνας ειδωλολάτρης και μαθηματικός που λεγόταν Πτολεμαίος. Αυτός ήθελε να κάνει κάτι εξαιρετικό που κανένας βασιλιάς δεν το είχε κάνει μέχρι τότε για να μείνει το όνομά του αθάνατο. Για να το πετύχει αυτό, κάποιοι φιλόσοφοι του πρότειναν να γράψει στους Εβραίους να του στείλουν τα πέντε βιβλία που τους είχε παραδώσει ο Μωϋσής (την Πεντάτευχο) και τα υπόλοιπα δεκαεννέα βιβλία του εβραϊκού νόμου. Ο Πτολεμαίος πράγματι έστειλε επιστολή στους Εβραίους που τους ζητούσε να του στείλουν τα βιβλία τους με ανταμοιβή πλούσια ανταλλάγματα. Όμως οι Εβραίοι δεν τα έστειλαν με τη δικαιολογία ότι είχαν κατάρα από τους Προφήτες τους να μη τα δώσουν σε αλλόφυλους και ξένους προς την πίστη τους αφού ο Πτολεμαίος ήταν όπως είπαμε Έλληνας και ειδωλολάτρης και δεν πίστευε στον Ένα και Αληθινό Θεό. Όταν ο Πτολεμαίος διάβασε την επιστολή των Εβραίων την έδειξε στη συνέχεια στους φιλοσόφους, οι οποίοι του πρότειναν να γράψει και πάλι στους Εβραίους απειλώντας τους αυτή τη φορά πως αν δεν του στείλουν τα βιβλία τους θα τους καταστρέψει. Έτσι οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να τα στείλουν. Όμως τα βιβλία ήταν γραμμένα στα εβραϊκά και οι φιλόσοφοι πρότειναν στον Πτολεμαίο να γράψει και τρίτη επιστολή στους Εβραίους για να του στείλουν διδασκάλους για να τα εξηγήσουν στην ελληνική γλώσσα. Τότε οι Εβραίοι έστειλαν εβδομήντα διδασκάλους που ήξεραν και τις δύο γλώσσες, εβραϊκά και ελληνικά για να εξηγήσουν τα βιβλία. Ο Πτολεμαίος τους υποδέχτηκε με τιμές και έπειτα τους έβαλε σε εβδομήντα δωμάτια μαζί με εβδομήντα Έλληνες διδασκάλους, από δύο σε κάθε δωμάτιο, τον ένα Εβραίο και τον άλλο Έλληνα. Στη συνέχεια πρόσταξε να τους δίνουν βασιλικά φαγητά και να μη δουν ο ένας τον άλλο μέχρις ότου να μεταφράσουν τα βιβλία. Όταν μετά από αρκετό καιρό τελείωσαν τη μετάφραση, τα βιβλία αυτά των εβδομήντα ζευγών των διδασκάλων συμφωνούσαν σε όλα, κατά τρόπο θαυμαστό, χωρίς να έχουν μιλήσει καθόλου μεταξύ τους όσο χρόνο τα έγραφαν.
Ανάμεσα σε αυτούς τους Εβραίους διδασκάλους ήταν και ο Συμεών, αυτός που μετά από πολλά χρόνια δέχθηκε τον Χριστό στην αγκαλιά του. Καθώς επέστρεφαν οι διδάσκαλοι αυτοί στην πατρίδα τους, στο δρόμο μιλούσαν για το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων, κι ο Συμεών είπε: «Εγώ, ερμηνεύοντας τον προφήτη Ησαΐα, είδα να λέει ότι μία Παρθένος πρόκειται να γεννήσει υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ που σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Όμως πως είναι δυνατό παρθένος να γεννήσει ή πως είναι δυνατό Θεός να γεννηθεί; δεν πιστεύω να γίνει αυτό, ποτέ». Τότε ξαφνικά δέχτηκε ράπισμα (χαστούκι) σαν ένα αόρατο χέρι να τον χτύπησε και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Και θα τον δεις τον Χριστό και θα τον πιάσεις με τα χέρια σου». Προχωρώντας οι διδάσκαλοι έφθασαν σε ένα ποτάμι και εκεί ο Συμεών βγάζει το δαχτυλίδι του και το ρίχνει μέσα στο νερό λέγοντας: «Αν είναι αλήθεια όλα αυτά, τότε κι εγώ να βρω πάλι το δαχτυλίδι μου». Το βράδυ αγόρασαν ψάρια από μια πόλη που ήταν κοντά στο ποτάμι για να φάνε και μέσα στο ψάρι που πήρε ο Συμεών να κόψει βρήκε το δαχτυλίδι του. Τότε πια πίστεψε και από τότε περίμενε πότε να δει το Χριστό βρέφος για να τον πάρει στην αγκαλιά του. Όταν γέρασε και έγινε πάνω από εκατόν δέκα χρονών τότε αξιώθηκε να δει Εκείνον που επιθυμούσε και ζητούσε η ψυχή του. Με ποιό τρόπο όμως δέχθηκε το Χριστό μας το λέει το Ιερό Ευαγγέλιο:
Ο μωσαϊκός νόμος έλεγε ότι αν το πρώτο παιδί που γεννούσε μία γυναίκα ήταν αγόρι, έπρεπε να αφιερωθεί στο Θεό. Έπρεπε λοιπόν, σύμφωνα με το Νόμο να παρουσιαστεί στο Ναό σαράντα μέρες μετά τη γέννησή του και να προσφερθεί θυσία στο Θεό ένα ζευγάρι τρυγόνια ή ένα ζευγάρι μικρά περιστέρια (επειδή αυτά τα θεωρούσαν καθαρώτερα από όλα τα άλλα πουλιά). [Το ένα από τα δύο το σκότωναν και το άλλο το άφηναν ελεύθερο. Αυτό συμβόλιζε τις δύο φύσεις του Χριστού. ότι δηλαδή ο Χριστός ήταν και Θεός και άνθρωπος. και ως άνθρωπος πέθανε πάνω στο σταυρό ενώ ως Θεός παρέμεινε αθάνατος.] Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το Νόμο η Παναγία και ο Ιωσήφ πήραν τον Ιησού σαράντα μέρες μετά τη γέννησή Του όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος καθαρισμού τους και τον έφεραν στα Ιεροσόλυμα, στο Ναό του Σολομώντα, για να τον αφιερώσουν στο Θεό και να προσφέρουν σαν δώρο θυσίας ένα ζευγάρι τριγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.
Τότε ο γέροντας ιερέας ο δίκαιος Συμεών, που είχε λάβει από το Πνεύμα το Άγιο την πληροφορία ότι δε θα πεθάνει προτού να δει το Σωτήρα του κόσμου, το Μεσσία Χριστό, βρέθηκε στο Ναό οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα και Τον δέχτηκε στην αγκαλιά του. Ευχαρίστησε και δόξασε το Θεό λέγοντας: «Τώρα, Κύριε μπορείς να αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά όπως του υποσχέθηκες, γιατί είδαν τα μάτια μου το έργο της σωτηρίας σου, δηλαδή το Χριστό που θα φέρει τη σωτηρία που Εσύ έχεις ετοιμάσει για όλους τους λαούς της γης, φως πνευματικό, που θα φανερώσει στα έθνη τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ».
Τα λόγια που είπε ο Συμεών όταν είδε και πήρε στην αγκαλιά του το Χριστό είναι ο ύμνος που ακούμε να λέει ο ιερέας στο τέλος κάθε Εσπερινού:
«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ. ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καί δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ».
Ο Ιωσήφ και η Μαρία θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό το παιδί. Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε (λόγια προφητικά) στη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο, για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. όσο για σένα, ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι.» (Αυτά τα λόγια σήμαιναν πως όσοι δεν πιστέψουν στο Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου θα χαθούν ενώ όσοι θα τον πιστέψουν αυτοί θα σωθούν και θα αναστηθούν. Και θα ’ναι αιτία να φανερωθούν ποιοί πραγματικά αγαπούν το Χριστό και ποιοί όχι. Και για την Παναγία προφήτεψε τον πόνο που θα ένιωθε όταν θ’ αντίκρυζε τον Υιό και Θεό της γυμνό πάνω στο Σταυρό κι έπειτα νεκρό στον τάφο. Και ο πόνος θα ήταν τόσο δυνατός σαν να τρυπούσε μαχαίρι την καρδιά της, παρόλο που ήξερε ότι ο Χριστός θα αναστηθεί.)
[Μετά από αυτό ο δίκαιος Συμεών γεμάτος αγαλλίαση (χαρά) κοιμήθηκε ειρηνικά κι αντάλλαξε έτσι την επίγεια πρόσκαιρη ζωή με την ουράνια και αιώνια.]
Στα Ιεροσόλυμα ζούσε και μία γυναίκα που προφήτευε και τη λέγανε Άννα. ήταν κόρη του Φανουήλ από τη φυλή του Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ ηλικιωμένη. Έζησε επτά χρόνια με τον άνδρα της μετά το γάμο και τώρα χήρα, ηλικίας ογδόντα τεσσάρων χρόνων, δεν έφευγε από το Ναό, αλλά λάτρευε το Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές. Εκείνη την ώρα (που η Παναγία έφερε το Χριστό στο Ναό) παρουσιάστηκε και δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους όσους περίμεναν τη λύτρωση της Ιερουσαλήμ. [Βεβαίωνε κι εκείνη με το προφητικό της χάρισμα ότι το Βρέφος αυτό είναι ο Σωτήρας του Ισραήλ κι όλου του κόσμου.]
Και όταν τελείωσαν όλα όσα όριζε ο νόμος του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία επέστρεψαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους τη Ναζαρέτ. Ο δε Ιησούς ως παιδί μεγάλωνε κατά το σώμα και δυνάμωνε κατά το πνεύμα, και η χάρις του Θεού ήταν σ’ Αυτόν.
Αυτή, λοιπόν, είναι η Υπαπαντή του Κυρίου. Η υποδοχή Του, δηλαδή ως Βρέφος στο Ναό από το Συμεών.
πηγή:neotita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου